- αντρίκιος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές»)2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία … Dictionary of Greek
ανδρώδης — ἀνδρώδης, ῶδες (Α) 1. ανδρικός, αντρίκιος 2. ανδρείος, γενναίος 3. επίρρ. ἀνδρωδῶς ανδρικά, αντρίκια … Dictionary of Greek
παλληκαρήσιος — και παληκαρήσιος και παλικαρήσιος, α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παληκάρι, αντρίκιος, τολμηρός, γενναίος 2. ευθυτενής, υπερήφανος, λεβέντικος («έχει περπάτημα παληκαρήσιο»). επίρρ... παλληκαρήσια και παληκαρήσια και παλικαρήσια 1. με τρόπο που… … Dictionary of Greek
παλληκαρίστικος — και παληκαρίστικος και παλικαρίστικος, η, ο παλληκαρήσιος, γενναίος, τολμηρός, αντρίκιος. επίρρ... παλληκαρίστικα και παληκαρίστικα και παλικαρίστικα όπως αρμόζει σε παληκάρι, με παληκαρίστικο τρόπο, παληκαρήσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ … Dictionary of Greek
παλικαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει σε παλικάρι, αντρίκιος, λεβέντικος, ευθύς: Πήγε να τον ξευτελίσει, μα του έδωσε παλικαρίσια απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)